- δευτερώνω
- (AM δευτερῶ, -όω)1. κάνω κάτι δεύτερη φορά, επαναλαμβάνω2. γίνομαι δεύτερη φορά, επαναλαμβάνομαι («θα δευτερώσει το κακό», «τοῡ δευτερῶσαι τὸ ἐνύπνιον φαραὼ δίς»)νεοελλ.1. οργώνω δεύτερη φορά, δευτερίζω2. αφήνω τον αντίπαλο δεύτερο, τόν ξεπερνώ («... η Νιόβη που δεν τή δευτερώνει θεά στην περηφάνια»)3. (για λόγο) ξαναλέω, επαναλαμβάνωμσν.φρ. «δευτερώνω ἄνδρα» — ξαναπαντρεύομαιαρχ.1. καταφέρω δεύτερο χτύπημα σε κάποιον2. φονεύω3. αλλάζω πορεία.
Dictionary of Greek. 2013.